phase splitter - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

phase splitter - translation to ρωσικά


phase splitter         

общая лексика

расщепитель фаз

split phase         
  • Fig. 2
TYPE OF SINGLE-PHASE ELECTRIC POWER DISTRIBUTION
Split phase; Split-phase; Split phase power; Split phase electric power; Split-phase power; Multiwire branch circuit; Reduced low voltage; Reduced low voltage system

общая лексика

расщепленная фаза

second-order phase transition         
  • A small piece of rapidly melting solid [[argon]] shows two concurrent phase changes. The transition from solid to liquid, and gas to liquid (shown by the white condensed water vapour).
  • Comparison of phase diagrams of carbon dioxide (red) and water (blue) explaining their different phase transitions at 1 atmosphere
  • the anomalous behavior of water]].
TRANSITIONS BETWEEN SOLID, LIQUID AND GASEOUS STATES OF MATTER, AND, IN RARE CASES, PLASMA
Phase transitions; Second order phase transition; First order phase transition; Order parameter; Phase Transition; Second-order phase transition; Phase changes; Phase transformation; Change of state; State change; Phase Transformation; First-order phase transition; First-order transition; Second-order transition; Continuous Phase Transitions; Second-Order Phase Transitions; Phase Transitions; Phase Change; Phase Changes; State Change; State Changes; Changes Of Phase; Change Of Phase; Changes Of State; Change Of State; Continuous phase transitions; Continuous phase transition; Change of phase; Order parameters; Transition of state
[физ.] переход фазовый второго рода

Ορισμός

фаза
1. ж.
1) Период, стадия, этап в развитии чего-л.
2) Само положение, форма чего -л. в данный момент; фазис.
2. ж.
Величина, характеризующая состояние какого-л. процесса в каждый момент времени (в физике).
3. ж.
Однородная часть какой-л. неоднородной системы (в химии).
4. ж.
Отдельная группа обмоток генератора, а также присоединенный к ней провод, передающий электрический ток (в электротехнике).

Βικιπαίδεια

Phase splitter
Μετάφραση του &#39phase splitter&#39 σε Ρωσικά